- φτεροκόπημα
- τό1) взмах крыльев; 2) шум от взмаха крыльев
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτεροκόπημα — το, ατος 1. το χτύπημα του αέρα με τα φτερά. 2. ο θόρυβος που παράγεται με το φτεροκόπημα: Και οι λυγμοί του αντηχούσαν μέσα στον αχυρώνα, σαν φτεροκόπημα νυχτερίδας (Α. Καρκαβίτσας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτεροκόπημα — το, Ν [φτεροκοπώ] 1. η ενέργεια τού φτεροκοπώ 2. συνεκδ. ο θόρυβος που παράγεται κατά το φτεροκόπημα … Dictionary of Greek
πτέρυξις — ύξεως, ἡ, Μ [πτερύσσομαι] γρήγορη κίνηση και χτύπημα τών φτερών, φτεροκόπημα … Dictionary of Greek